муж

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

муж (uk) αρσενικό

  1. ο σύζυγος, ο άντρας



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

муж (ru) αρσενικό

  1. ο σύζυγος
  2. ο άνδρας
    государственный муж (:πολιτικός ανήρ)