невоља
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- невоља < πρωτοσλαβική *nevoľa
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /něʋoʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : не‐во‐ља
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]невоља (sh) θηλυκό