окно

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

окно < πρωτοσλαβική okъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

окно (ru) ουδέτερο

  1. το παράθυρο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

окно < πρωτοσλαβική okъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

окно (sr) (λατινική γραφή: okno) ουδέτερο

  1. το παράθυρο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

окно < πρωτοσλαβική okъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

окно (mk) ουδέτερο

  1. το παράθυρο