отец

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

отец < оtьсь < átta

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʌˈtʲe.t͡s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

отец (ru) αρσενικό