памет

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

памет (sr) (λατινική γραφή: pamet) θηλυκό

  1. η εξυπνάδα
  2. η φρονιμάδα
  3. η μνήμη