південь

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

південь (uk) αρσενικό

  1. το μεσημέρι (12 η ώρα)
  2. ο νότος