семейство
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]семейство (bg) ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]семейство (ru) ουδέτερο
- (οικογένεια) οικογένεια, νοικοκυριό
- → δείτε και τη λέξη фамилия