сок

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

сок < πρωτοσλαβική sokъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сок (bg) αρσενικό

  1. ο χυμός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

сок < πρωτοσλαβική sokъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сок (ru) αρσενικό

  1. ο χυμός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

сок < πρωτοσλαβική sokъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сок (sr) (λατινική γραφή: sok) αρσενικό

  1. ο χυμός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]