сто

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

сто (ru)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сто (sr) (λατινική γραφή: sto) αρσενικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сто (sr) (λατινική γραφή: sto) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]