сунцокрет

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сунцокрет (sr) (λατινική γραφή: suncokret) αρσενικό