циркуль

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Циркуль

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

циркуль (uk) αρσενικό

  1. ο διαβήτης (όργανο)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

циркуль (ru) αρσενικό

  1. ο διαβήτης (όργανο)