шәмбе
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μπασκίρ (ba)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- шәмбе < (άμεσο δάνειο) περσική شنبه (šanbe)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʃæm.bɪ̞/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : шәм‐бе
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]шәмбе (šämbe)