Նոր Տարի

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Նոր Տարի < նոր (nor, νέος) + տարի (tari, χρόνος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Նոր Տարի (hy) (Nor Tari)