מאַמזער

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

מאַמזער (yi) (mamzer) αρσενικό (πληθυντικός: מאַמזײרים (mamzeyrim))