מקור

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

מקור (he) (makór) αρσενικό

  1. πηγή
  2. ράμφος