נכס

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

נכס (he) (nékhes) αρσενικό

  • αγαθό (περουσιακό στοιχείο)