الجمعة

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.d͡ʒu.mu.ʕa/ & /al.d͡ʒu.ma.ʕa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

الجمعة (ar) (al-jumʿa / al-jumaʿa) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • يَوْم الْجُمُعَة‎