راقی
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- راقی < (άμεσο δάνειο) αραβική عِرْقِيّ (ʿirqiyy, από χυμό, γλυκός χυμός από χουρμάδες ή από απόσταξη σιτηρών) < عَرِقَ (ʿariqa, ιδρώνω)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]راقی (rakı)
Απόγονοι
[επεξεργασία]راقی (οθωμανικά τουρκικά)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρακή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.