മസ്തിഷ്ക്കം

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

മസ്തിഷ്ക്കം (ml) (masthishkkam)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • മസ്തിഷ്ക്കം (ml)