ἀγάρροος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγάρροος < ἄγαν + ῥέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγάρροος, -ος, -ον, συνηρημένο ἀγάρρους, -ους, -ουν
  1. αυτός που έχει μεγάλη ροή
  2. αυτός που ρέει ρέει ορμητικά

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • στα αρχαία ελληνικά κείμενα αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός του Ελλησπόντου