ἀγέλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀγέλας
- αιτιατική πληθυντικού του ἀγέλη
- (δωρικός τύπος & αιολικός τύπος ) γενική ενικού του ἀγέλα
Δείτε επίσης : ἀγελάς, Ἀγελᾶς, Ἀγέλας |
ἀγέλας