ἀγέστρατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγέστρατος < ἄγω + στρατός

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀγέστρατος, -ος, -ον
  1. αυτός που άγει, οδηγεί τον στρατό
  2. αυτός που άγει συστρατευμένους σε κάτι