ἀγέστρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- ἀγέστρατος, -ος, -ον
- αυτός που άγει, οδηγεί τον στρατό
- αυτός που άγει συστρατευμένους σε κάτι