ἀγγελόβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγγελόβιος < ελληνιστική ἀγγελία + βίος
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀγγελόβιος, -ος, -ον
- αυτός που σ΄ όλο το βίο του είναι αγγελιαφόρος
- ο κατ΄ επάγγελμα αγγελιαφόρος