ἀδόξαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδόξαστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀδόξαστος, -ος, -ον

  1. απρόσμενος
  2. επιστητός, βασισμένος σε βέβαιη γνώση
  3. (φιλοσοφία) στους Στωικούς: αποφυγή σχηματισμού γνώμης

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]