ἀείζωον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀείζωον < ἀεί + ζάω ή ζήω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀείζωον