ἀετόπουλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀετόπουλον < αρχαία ελληνική ἀετό(ς) + υποκοριστικό επίθημα -πουλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀετόπουλον ουδέτερο