ἀθυρόστομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αθυρόστομος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀθυρόστομος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀθυρόστομος

  • που δεν συγκρατείται όταν μιλάει, που δεν σταματάει να μιλάει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]