ἀκαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκαρής τὸ ἀκαρές
      γενική τοῦ/τῆς ἀκαροῦς τοῦ ἀκαροῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀκαρεῖ τῷ ἀκαρεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκαρ τὸ ἀκαρές
     κλητική ! ἀκαρές ἀκαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκαρεῖς τὰ ἀκαρ
      γενική τῶν ἀκαρῶν τῶν ἀκαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκαρέσ(ν) τοῖς ἀκαρέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκαρεῖς τὰ ἀκαρ
     κλητική ! ἀκαρεῖς ἀκαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκαρεῖ τὼ ἀκαρεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀκαροῖν τοῖν ἀκαροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκαρής < στερητικό ἀ- + < θέμα καρ- από τον αόριστο κάρην του κείρω (κόβω, κουρεύω}[1][2] + -ής.
Όμως ο Beekes[3] πιθανολογεί < ἀκαρί («ούτε καν» ένα άκαρι) [δηλαδή: μικρό, τόσο δα σαν μια ψείρα]

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀκᾰρής αρσενικό ή θηλυκό, ἀκᾰρές ουδέτερο (συχνά σε εκφράσεις)

  1. κοντός, βραχύς, ελάχιστος
  2. (για μαλλιά) πολύ κοντά για να κοπούν
    ※  <ἀκαρής>· ἀντὶ τοῦ ἀκαριαίου. ἐνίοτε δὲ τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ κεῖραι ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α)
  3. (για χρονική στιγμή, ιδίως στο ουδέτερο) ακαριαίος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ἀκαρῆ (στην αιτιατική, επιρρηματικά)
    οὐκ ἀκαρῆ, οὐδ’ ἀκαρῆ: καθόλου, ούτε στο ελάχιστο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Παραδοσιακή ετυμολόγηση βασισμένη στη γλώσσα του Ησύχιου (δείτε το παράθεμα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.