ἀκινητέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκινητέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκινητέω - ἀκινητῶ (συνηρημένο)
- είμαι ακίνητος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Λέξεις ἀκιν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀκινητέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.