ἀκληρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκληρέω < λείπει η ετυμολογία

ἀκληρέω - ἀκληρῶ (συνηρημένο)

  1. δεν έχω περιουσία, είμαι φτωχός
  2. είμαι κακότυχος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κλῆρος