ἀκροβαρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκροβαρέω < ἀκρο- + βαρέω

ἀκροβαρέω - ἀκροβαρῶ (συνηρημένο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βαρύς