ἀκροβατέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκροβατέω < ἀκρο- + βατέω

ἀκροβατέω - ἀκροβατῶ (συνηρημένο)

  1. (για στρουθοκάμηλους και υπερόπτες ανθρώπους) περπατάω στις μύτες των ποδιών, περπατάω καμαρωτά
  2. σκαρφαλώνω ψηλά

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

ακροβατώ, ακροβάτης, ακροβασία