ἀκροτομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκροτομέω και συνηρημένο ἀκροτομῶ
- καὶ ἀκροτομοίης δ᾽ ἄν, ἔφη, ἢ παρὰ γῆν τέμνοις; : και σε αυτή την περίπτωση κορφολογείς ή κόβεις πιο χαμηλά, κοντά στη γη; (Ξενοφών, Οικονομικός, 18.2)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- Δόκιμο μόνον στον ενεστώτα