ἀλλόφρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλλόφρων

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλλόφρων < ἄλλος + -φρων (φρην)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλλόφρων αρσενικό ή θηλυκό, γεν.̈́ ἀλλόφρονος