ἀλοιφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλοιφή < αρχαία ελληνική ἀλείφω

και καθ΄ ετεροίωση αλοιφή, όπως και σήμερα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλοιφή, θηλυκό

φαρμακ., σκεύασμα λιπαρό που χρησιμεύει σε απαλείψεις