ἀμβλίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμβλίσκω < ρίζα αμλ όπως και στο αμβλύς

ἀμβλίσκω και ἀβλύσκω και ἀμβλόω και ἀμβλώω

  1. (ιατρική) προκαλώ άμβλωση
  2. (ιατρική) αποβάλλω βίαια, με επέμβαση

Συγγενικά

[επεξεργασία]