ἀμβλύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμβλύνω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀμβλύνω   ἀμβλύνομαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  ἀμβλυνῶ   ἀμβλυνοῦμαι και ἀμβλυνθήσομαι (παθ) 
Αόριστος  ἤμβλυνα   ἠμβλύνθην 
Παρακείμενος  ἤμβλυμμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμβλύνω < ἀμβλύς + -νω

ἀμβλύνω

  1. κόβω αιχμηρά άκρα
  2. κάνω αμβλεία μια γωνία, ανοίγω, πλαταίνω
    καὶ ἀμβλύνει τὸν ῥοῦν (ο ποταμός)
  3. αμβλύνω, κάνω κάτι λιγότερο οξύ, ηπιότερο, λιγότερο έντονο, μειώνω, αποδυναμώνω
    • ἀμβλύνας τό ἄλγος/ τον θυμόν / τας ξυμφοράς / τον ἄκρατον (το κρασί) / οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὁρᾶν / ὀδόντας / νοῦσον (ασθένεια)
  4. ἀμβλύνομαι και συνηθέστερα ἀπαμβλύνομαι: γίνομαι μαλθακός, αδύναμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]