ἀμπελουργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμπελουργέω < ἀμπελουργός

ἀμπελουργέω και συνηρημένο ἀμπελουργῶ

Συγγενικά

[επεξεργασία]