ἀμπελουργέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀμπελουργέω < ἀμπελουργός
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀμπελουργέω και συνηρημένο ἀμπελουργῶ
- καλλιεργώ αμπέλι
ἀμπελουργέω και συνηρημένο ἀμπελουργῶ