ἀμφισβητῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ἀμφισβητῶ < ἀμφισβητέω-ῶ


Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἀμφισβητῶ