ἀνάπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
'
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀνάπτω
- δένω στέρεα πάνω ή σε ένα πράγμα
- αφιερώνω σε ναό, αποδίδω
- (μεταφορικώς) συνδέω, προσάπτω
- ανάβω