ἀναβάδην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναβάδην < ἀναβαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀναβάδην

  1. ανάσκελα ή με τα πόδια ψηλά, κοροϊδευτικά, για τεμπελιά χαλάρωση
  2. ίσως οκλαδόν ή γονατιστά
  3. επάνω, ανεβαίνοντας

Συγγενικά

[επεξεργασία]