ἀναγκαῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀναγκαῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀναγκαῖος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀναγκαῖον ουδέτερο
- φυλακή
- ≈ συνώνυμα: εἱρκτή, δεσμωτήριον, εἱργμός, φυλακή, τηρητήριον, ὁρκάνη
- (ελληνιστική σημασία) ταυτόσημο με το αἰδοῖον
- (ελληνιστική σημασία) τουαλέτα, αφοδευτήριο
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀναγκαῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναγκαῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.