ἀνεπίξεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνεπίξεστος < ἀν- στερητικό + επί + -ξεστος (< ἐπιξέω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀνεπίξεστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ξέω