ἀντευεργέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀντευεργέτης αρσενικό
- αυτός που ανταποδίδει ευεργεσία
- Λέων καὶ μῦς ἀντευεργέτης Αἰσώπου μῦθοι