ἀορτήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀορτήρ < ἄορ < ἀείρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀορτήρ αρσενικό