ἀπέραντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ἀπέραντος < στερητικό α- + πέρας
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀπέραντος
- που δεν έχει τέλος, άκρη
- που δεν έχει τελειώσει, ολοκληρωθεί