ἀπαγορεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀπαγορεύω
- απαγορεύω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
- αποτρέπω (κάποιον από κάτι)
- παραιτούμαι από κάτι, το εγκαταλείπω, πχ από κούραση