ἀπελθόντων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀπελθόντων

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική β΄ αορίστου του ρήματος ἀπέρχομαι

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ἀπελθόντων

  1. γενική πληθυντικού του ἀπελθών
  2. γενική πληθυντικού του ἀπελθόν (ουδέτερο του ἀπελθών)
→ δείτε τη λέξη  ἀπέρχομαι