ἀποδέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποδέχομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποδέχομαι < (ἀπό) ἀπο- + δέχομαι

ἀποδέχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αποδέχομαι τις θεωρίες κάποιου και γίνομαι μαθητής του
  2. επιδοκιμάζω, παραδέχομαι, εγκρίνω
  3. δέχομαι την παρουσία κάποιου
  4. εννοώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]