ἀποκοσμῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποκοσμῶ < λείπει η ετυμολογία

ἀποκοσμῶ (ελληνιστική κοινή)

  • καθαρίζω και αποκαθιστώ την τάξη αφαιρώντας τα περιττά